- δυσωπητικός
- δῠσωπ-ητικός, ή, όν,A importunate, Id.105.15 ([comp] Comp.), etc. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. -ωπικῶς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσωπητικός — δυσωπητικός, ή, όν (AM) αυτός που ικετεύει επίμονα … Dictionary of Greek
δυσωπητικά — δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc pl δυσωπητικά̱ , δυσωπητικός importunate fem nom/voc/acc dual δυσωπητικά̱ , δυσωπητικός importunate fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικώτερον — δυσωπητικός importunate adverbial comp δυσωπητικός importunate masc acc comp sg δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικόν — δυσωπητικός importunate masc acc sg δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικώτατα — δυσωπητικός importunate adverbial superl δυσωπητικός importunate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικοί — δυσωπητικός importunate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικοῦ — δυσωπητικός importunate masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικούς — δυσωπητικός importunate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικωτάτην — δυσωπητικός importunate fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητική — δυσωπητικός importunate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωπητικῶς — δυσωπητικός importunate adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)